ξύστρο

ξύστρο
το (Α ξύστρον)
εργαλείο για ξύσιμο, για λείανση, ξύστρα, ξυστήρι
νεοελλ.
1. κηπουρικό εργαλείο για ελαφρά σκαλίσματα
2. ζωολ. όργανο που βρίσκεται στο στόμα τών γαστερόποδων μαλακίων και αποτελείται από σειρά δοντιών
αρχ.
δρέπανο προσαρτημένο σε άρμα («προσηλωμένα τῷ ζυγῷ ξύστρα παραμήκη, τρισπίθαμα», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξυσ- (πρβλ. αόρ. -ξυσ-α τού ξύω) + επίθημα -τρον (πρβλ. κρέμασ-τρον)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κεφαλόποδα — Μία από τις επτά ομοταξίες των μαλακίων. Περιλαμβάνει ζώα με αμφίπλευρη συμμετρία, τα πιο εξελιγμένα μέσα στο φύλο των μαλακίων. Τα κ. κατατάσσονται σε επτά υφομοταξίες, από τις οποίες μόνο δύο περιλαμβάνουν σύγχρονους αντιπροσώπους· αυτές είναι… …   Dictionary of Greek

  • μαλάκια — Μεγάλο φύλο του ζωικού βασιλείου, το οποίο περιλαμβάνει ζώα με μαλακό σώμα –όπως υποδηλώνει και η ονομασία τους– το οποίο βρίσκεται μέσα σε ένα σκληρό ασβεστολιθικό κέλυφος. Στερούνται μεταμέρειας και έχουν αμφίπλευρη συμμετρία, η οποία μερικές… …   Dictionary of Greek

  • μαλακία — Μεγάλο φύλο του ζωικού βασιλείου, το οποίο περιλαμβάνει ζώα με μαλακό σώμα –όπως υποδηλώνει και η ονομασία τους– το οποίο βρίσκεται μέσα σε ένα σκληρό ασβεστολιθικό κέλυφος. Στερούνται μεταμέρειας και έχουν αμφίπλευρη συμμετρία, η οποία μερικές… …   Dictionary of Greek

  • σκαφόποδα — Ομοταξία θαλάσσιων μαλάκιων, που περιλαμβάνει σήμερα 150 περίπου είδη συγκεντρωμένα σε δύο οικογένειας. Τα σ. ζουν μέσα σ’ ένα λείο όστρακο, που μοιάζει με μικρό χαυλιόδοντα, το ευρύτερο τμήμα του οποίου είναι στερεωμένο στο βυθό· από το λεπτό… …   Dictionary of Greek

  • Αμφίνευρα — (ampineura). Ομοταξία μαλακίων. Περιλαμβάνει τα πιο πρωτόγονα μαλάκια, που μοιάζουν χαρακτηριστικά με τους δακτυλιοσκώληκες. Ζουν στις ακτές της θάλασσας και σε διάφορα βάθη από 2.000 4.000 μ. Έρπουν πάνω στα στερεά αντικείμενα του πυθμένα ή… …   Dictionary of Greek

  • ζώο — Έμψυχο που διακρίνεται από το φυτό συνήθως με τους εξής χαρακτήρες: παρουσιάζει ερεθιστικότητα, που του επιτρέπει να αντιδρά με ταχύτητα στα διάφορα ερεθίσματα, και κινητικότητα, λειτουργίες που οφείλονται στην παρουσία ενός εκτεταμένου νευρικού… …   Dictionary of Greek

  • μύρηξ — (murex). Γένος θαλάσσιων γαστερόποδων της οικογένειας των μυρηκιδών της τάξης των μονωτοκαρδίων, που ονομάστηκαν έτσι επειδή η καρδιά τους έχει μία μόνο κοιλία. Ο σπλαγχνικός θύλακος του μ. περιέχεται σ’ ένα στροβιλοειδές όστρακο, εφοδιασμένο με… …   Dictionary of Greek

  • ναυτίλος — (nautilus pompilius). Τετραβράγχιο κεφαλόποδο της οικογένειας των Ναυτιλιδών. Το μαλάκιο αυτό έχει ελικοειδές όστρακο διατεταγμένο σε ένα επίπεδο η εσωτερική επιφάνεια είναι μαργαρώδης· ο χώρος που περικλείει το όστρακο υποδιαιρείται με τοιχώματα …   Dictionary of Greek

  • ξυστάλλιον — ξυστάλλιον, τὸ (Α) μικρό, λεπτό ξύστρο, μικρή ξύστρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. εκφραστικό υποκορ. τού ξύστης] …   Dictionary of Greek

  • ξύνω — και ξύω και ξυώ (ΑΜ ξύω, Μ και ξύνω) 1. κάνω κάτι ομαλό και λείο με ξέση, ξέω, λειαίνω («ξύειν κώπας», Θεόφρ.) 2. τρίβω με τα άκρα τών νυχιών ή με όργανο μέρος τής επιφάνειας τού δέρματος (α. «ξύνω το χέρι μου» β. «ξυόμενοι ἥδονται», Δημόκρ.) 3.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”